- ευμήρυτος
- εὐμήρυτος, -ον (Α)1. αυτός που γνέθεται, που κλώθεται εύκολα («ἔρια ξαίνειν, ὡς εὐεργὰ εἴη ταῑς γυναιξί καί εὐμήρυτα», Λουκιαν.)2. συνεκδ. αυτός που παρατείνεται, που τραβά σε μάκρος εύκολα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μηρύομαι «κλώθω»].
Dictionary of Greek. 2013.